Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βημόθυρον
1 εγγραφή
βημόθυρον το.
  • (Εκκλ.) η μεσαία πόρτα του ιερού, η ωραία πύλη:
    • βημόθυρον μέγα, εκλεκτόν (Ιστ. πατρ. 20318).

[<ουσ. βήμα + θύρα. Η λ. τον 4. αι. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες