Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βεστιοπρατήριον το.
-
- Αγορά υφασμάτων, ενδυμάτων:
- (Δούκ. 4279).
[<ουσ. βεστιοπράτης (9. αι., LBG) ή βεστιοπρατείον (11. αι., αυτ.) κατά τα ουσ. σε ‑τήριον. Η λ. στο Du Cange (λ. βέστης)]
- Αγορά υφασμάτων, ενδυμάτων: