Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βελάζω.
-
- Βελάζω·
- (εδώ) βρυχιέμαι, μουγγρίζω (πβ. Καραν., λ. ‑djω 1):
- το λιοντάρι τ’ άγριον στα δάση όταν βελάζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [211]).
- (εδώ) βρυχιέμαι, μουγγρίζω (πβ. Καραν., λ. ‑djω 1):
[λ. ηχοπ. Η λ. και σήμ.]
- Βελάζω·