Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βεδούρα η.
-
- Καρδάρα:
- (Κρασοπ. I 11).
[<ουσ. βεδούριον (10. αι., LBG) <σλαβ. vĕdro. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Καρδάρα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. βεδούριον (10. αι., LBG) <σλαβ. vĕdro. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |