Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαχλιώτης
1 εγγραφή
βαχλιώτης ο· βασιλιώτης· βαχλίτης.
  • Νεαρός άνδρας που δεν έλαβε ακόμη όπλα, συν. ευγενικής καταγωγής, στην υπηρεσία ηγεμόνα ή άρχοντα, ακόλουθος, υπασπιστής, «βαλές»:
    • (Μαχ. 61816, 60228).

[<παλαιότ. γαλλ. vaslet (Dawkins, B-NJ 3, 1922, 139, Kahane, GR II 545)· πβ. μεσν. λατ. vasletus (Du Cange, Lat., λ. valeti)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες