Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βασιλεύω
1 εγγραφή
βασιλεύω· βασιλεύγω.
  • 1)
    • α) Είμαι ή γίνομαι βασιλιάς:
      • (Έκθ. χρον. 811), (Διγ. O 1237), (Χρον. σουλτ. 13528
    • β) (προκ. για το Χριστό) εξουσιάζω:
      • (Ιστ. Βλαχ. 2687
    • γ) (μτβ.) κυβερνώ, διοικώ:
      • βασιλεύγει … τούτη την αξαζόμενη … χώρα (Ερωφ. Γ´ 273
      • τσι πλανήτες κυβερνάς και τ’ άστρα βασιλεύγεις (Πανώρ. Δ´ 292
    • δ) η μτχ. βασιλεύουσα = η Κωνσταντινούπολη:
      • (Byz. Kleinchron. A´ 43045
      • η βασιλεύουσα των πόλεων (Θρ. Κων/π. Πολλ. 24818
      • Πόλην την βασιλεύουσαν (Ιστ. Βλαχ. 2458).
  • 2) Επικρατώ, κυριαρχώ:
    • συ βασιλεύσεις επί γης και πάσης ταύτης άρξεις (Βίος Αλ. 4077
    • (μεταφ.):
      • Μάιος εβασίλευσεν εις άπαντας τους μήνας (Διγ. Z 2749
      • η καλή βουλή εις όλους βασιλεύει (Ιστ. Βλαχ. 1475).
  • 3) (Προκ. για τον ήλιο) δύω:
    • (Διγ. Z 194).

[αρχ. βασιλεύω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες