Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαθύσκιος
1 εγγραφή
βαθύσκιος, επίθ.
  • Που έχει πυκνή σκιά, σκοτεινός:
    • χιονοφεγγόφωτον και βαθύσκιον Γούβαν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 14231).

[αρχ. επίθ. βαθύσκιος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες