Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαγένιν το· βαγένι· βαγιόνι.
-
- Ξύλινο δοχείο για κρασί, βαρέλι:
- Χριστέ μου, και να γένουνταν ο ήλιος βαγένι (Κρασοπ. L 4)·
- δυο βαγιόνια κρασί (Συναδ. φ. 42v).
[<ουσ. βάγνα η(;) <μεσν. λατ. vagna <αραβ. waghna (Καραποτόσογλου 1984: 3-9). Τ. βαγίνι(ο)ν πιθ. το 13. αι. (Du Cange, λ. βαγοίνιοι). Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 11. αι. (LBG, λ. ‑ιον)]
- Ξύλινο δοχείο για κρασί, βαρέλι: