Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαβούρα
1 εγγραφή
βαβούρα η.
  • 1) Οχλοβοή, θόρυβος, φασαρία:
    • (Ερωτόκρ. Β´ 1517
    • Με τη βαβούρα την πολλή και κτύπους των αρμάτω (Ερωτόκρ. Δ´ 1007· Αποκ. Θεοτ. II 45).
  • 2) Βούισμα, ζάλη:
    • η κοπανιά μες ’ς τσ’ ομυαλούς βαβούρα τως εφήκε (Ερωτόκρ. Β´ 1786).

[λ. ηχοπ.· πβ. βαβάζω (Ησύχ.), βαβίζω, κ.ά. (Καλογεράς 1975: 179, 190), αλλά και μεσν. λατ. baburra (Du Cange, Lat., λ. us)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες