Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαΐουλος ο· βάγιλος· βαγίλος, (Νομοκριτ. 77 (έκδ. βο‑)·)> βάιλος· μπάιλος· μπαλίος· πάγιλος· πάιλος· παλίος.
-
- 1) Τίτλος του διπλωματικού αντιπροσώπου της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη:
- τῳ της Ενετίας μπαΐλῳ … ενεπιστεύθη φυλάττειν … τα ανάκτορα (Ψευδο-Σφρ. 39618).
- 2)
- α) Αντιπρόσωπος της Βενετίας με διοικητική πληρεξουσιότητα:
- (Χρον. Μορ. P 2276)·
- β) αντιβασιλέας της Κύπρου:
- (Μαχ. 27836).
- α) Αντιπρόσωπος της Βενετίας με διοικητική πληρεξουσιότητα:
- 3) Παιδαγωγός:
- βαΐουλος του ρηγός (Παράφρ. Χων. 628).
- 4) Υπηρέτης:
- βάγιλοι τα σηκώνουσιν (Φλώρ. 1593).
[μτγν. ουσ. βαΐουλος· για τη λ. και τους τ. βλ. και LBG. Τ. σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Τίτλος του διπλωματικού αντιπροσώπου της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη: