Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βίος (I) ο· βγίος· βίγιος· βιος.
-
- 1) Ανθρώπινη ζωή (ως κατάσταση, διάρκεια, τρόπος, στάση, πορεία):
- (Διγ. Gr. 904), (Zήν. Β´ 7).
- 2) Τα αγαθά, τα υπάρχοντα, περιουσία (γενικώς):
- (Θυσ. 1001), (Βακτ. αρχιερ. 188).
- 3) Θησαυρός:
- ήθελε να σκάψει εις κανέναν τόπον οπού ηξεύρει ότι έχει βίον (Ασσίζ. 2228).
- 4) Πλούτος (ως κατάσταση):
- να νυκτοκοπιάζουσι, … διά να μην ξεπέσουσιν από τον βιον απὄχουν (Γεωργηλ., Θαν. 169).
[αρχ. ουσ. βίος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ανθρώπινη ζωή (ως κατάσταση, διάρκεια, τρόπος, στάση, πορεία):
- βίος (II) το· βιος.
-
- 1) Περιουσία, αγαθά, πλούτος:
- εμάζωνε βίος πολύ (Βεντράμ., Φιλ. 115).
- 2) Θησαυρός:
- το βιος σου να το φέρεις προς εσέναν (Κυπρ. ερωτ. 156).
- 3) Ευμάρεια, άνεση:
- ’κ το βίος εξεπέσασιν κι ύστερα διακονίσα (Βεντράμ., Φιλ. 6).
[<ουσ. βίος ο. Ο τ. και σήμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Περιουσία, αγαθά, πλούτος: