Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βάτος (I) ο — η.
-
- Το φυτό βάτος:
- (Ιερακοσ. 47510).
- Η λ. και ως κύρ. όν.:
- (Λέοντ., Αίν. I 125).
[αρχ. ουσ. βάτος. Η λ. και σήμ.]
- Το φυτό βάτος:
- βάτος (II) ο.
-
- Το ψάρι ράγια η ηλωτή, ένα είδος σελαχιού:
- (Προδρ. IV 573).
- Ως προσωποπ.:
- Ρίνα και Βάτε (Οψαρ. 36120).
[αρχ. ουσ. βάτος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Το ψάρι ράγια η ηλωτή, ένα είδος σελαχιού: