Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βάρδια η· βάργια.
-
– Βλ. και γουάρδια.
- 1) Φρουρά:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15910).
- 2) (Συνεκδ.) μέλος της φρουράς, φύλακας, σκοπός:
- βάρδιες είχανε παντού Τούρκοι να μην περάσουν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1541).
- 3) Φρ. κάνω βάρδια = φρουρώ, είμαι σκοπός:
- (Θρ. Κύπρ. 350).
[<βεν. vardia. Η λ. και σήμ.]
- 1) Φρουρά: