Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάμβαξ
1 εγγραφή
βάμβαξ ο· βάμπαξ.
  • Το δεντρώδες φυτό βαμβακιά:
    • ποιούντες ξυλοσκευάς μετά … βαμπάκων (Έκθ. χρον. 1314).

[μτγν.(;) ουσ. βάμβαξ (DGE)· βλ. και LBG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες