Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφρός ο.
-
- 1) Αφρός (της θάλασσας):
- (Pιμ. κόρ. 741).
- 2)
- α) Άφθονη έκκριση σάλιου σε φυσαλίδες:
- στόμα το βρομισμένον, που ’ναι γεμάτο οχ τον αφρό (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [1242])·
- (μεταφ. προκ. για οργή, κλπ.):
- της μανίας τον αφρόν (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 699)·
- β) (προκ. για αρρώστια) έκκριση υγρού (από τα μάτια):
- (Oρνεοσ. αγρ. 5499).
- α) Άφθονη έκκριση σάλιου σε φυσαλίδες:
- 3) Άχνη υδραργύρου, «σουμπλιμέ», διχλωριούχος υδράργυρος:
- (Kυνοσ. 5962).
[αρχ. ουσ. αφρός. H λ. και σήμ.]
- 1) Αφρός (της θάλασσας):
- αφροσύνη η· ?αφορσύνη.
-
- Έλλειψη φρόνησης, απερισκεψία:
- (Iστ. Bλαχ. 1508).
[αρχ. ουσ. αφροσύνη. H λ. και σήμ.]
- Έλλειψη φρόνησης, απερισκεψία: