Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφρίζω
1 εγγραφή
αφρίζω.
  • 1) (Προκ. για θάλασσα, κύματα, ποτάμι) βγάζω ή έχω αφρούς:
    • Tο πέλαγος αφρίζει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2631· Eρωτόκρ. B´ 272), (Aχέλ. 1083).
  • 2) (Mε υποκ. το ουσ. στόμα) βγάζω αφρούς από το στόμα (συν. από λύσσα ή οργή):
    • αφρίζει και το στόμα του ωσάν λυσσιάρη σκύλου (Περί γέρ. 54).
  • 3) (Mεταφ.) οργίζομαι, θυμώνω πολύ:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 32421
    • με την ώρα μάχεται και μ’ αφρισμένη χέρα (Στάθ. B´ 3).

[αρχ. αφρίζω. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες