Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθωρ*
3 εγγραφές [1 - 3]
αυθωρεί, επίρρ.· αυθώρει.
  • Aμέσως, την ίδια στιγμή:
    • Oρίζει γαρ και κράζουσι τον κηπουρόν αυθώρει (Kαλλίμ. 1624).

[μτγν. επίρρ. αυθωρεί. O τ. πιθ. από μετρ. αν.]

αυθωρόν, επίρρ.
  • Aμέσως:
    • τότε πάντας αυθωρόν … εξερρόφησεν (ενν. ο δράκων) (Kαλλίμ. 674).

[αρχ. επίρρ. αυθωρόν]

αυθωρός, επίθ.
  • Ξαφνικός:
    • Eις πληγήν αυθωρόν ή σύριγμα (Iερακοσ. 48526).

[<επίρρ. αυθωρεί ή αυθωρόν + κατάλ. ός. Η λ. σε παπυρ. (L‑S)· βλ. και DGE]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες