Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκανδαλίστως
1 εγγραφή
ασκανδαλίστως, επίρρ.
  • Xωρίς σκάνδαλα:
    • (Iστ. πατρ. 1116).

[<επίθ. ασκανδάλιστος. Η λ. τον 5. αι. (Lampe· βλ. και DGE, λ. στος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες