Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχιμανδρίτης ο· αρχιμαδρίτης.
-
- Aξίωμα μοναχικό και εκκλησιαστικό:
- αρχιμανδρίτης του Aγίου Tάφου (Συναδ. φ. 17v).
[<αρχι‑ + ουσ. μάνδρα. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Aξίωμα μοναχικό και εκκλησιαστικό: