Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρραβώνιασμα το· αρρεβώνιασμα.
-
- Mνηστεία:
- αυτά τ’ αρρεβωνιάσματα ο νους σου μην τα θέλει (Pιμ. κόρ. 671· Eρωτόκρ. Γ´ 1332).
[<αόρ. του αρραβωνιάζω + κατάλ. ‑μα. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Mνηστεία: