Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρραβωνιάζω· αρρεβωνιάζω· αόρ. ερραβωνιάστηκα.
-
- 1) Δίνω προκαταβολή, εγγύηση, «καπαρώνω»:
- αρραβωνιάζει (ενν. ο αγοραστής) την πραγματείαν ή το σιτάριν (Aσσίζ. 4516).
- 2)
- α) Mνηστεύω κάπ.:
- με αρραβωνίασεν ο πατέρας μου (Συναδ. φ. 19r)·
- β) (ενεργ. και μέσ.) μνηστεύομαι:
- γεναίκα να αρραβωνιάσεις (Πεντ. Δευτ. XXVIII 30· Eρωτόκρ. Γ´ 1306)·
- γ) (εδώ) συνάπτω δεσμό γάμου (με κάπ.):
- (Πεντ. Έξ. XXI 8).
- α) Mνηστεύω κάπ.:
[<αρραβωνίζω κατά τα ρ. σε ‑ιάζω. H λ. στο Du Cange (‑ειν) και σήμ.]
- 1) Δίνω προκαταβολή, εγγύηση, «καπαρώνω»: