Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρνούμαι
1 εγγραφή
αρνούμαι· αρνιέμαι· παρατ. ερνάτον· αόρ. αρνίσθην· αρνίστην· ερνήθηκα· ερνήθην· ερνίστηκα· ερνίστην· ηρνίσθηκα· ηρνίσθην· μτχ. ενεστ. αρνώντας· αρνουμένος· μτχ. παρκ. αρνημένος.
  • 1)
    • α) Λέω όχι:
      • (Pοδολ. A´ 167
    • β) δεν παραδέχομαι:
      • Συκοφαντούν και λέγουν με ότι αγαπώ σε, αφέντρα, κι εγώ αρνιόμουν (Ch. pop. 225
    • γ) δε συγκατατίθεμαι:
      • τους εζητούσανε να κάμουνε έξοδον και αρνιόντησαν (Xρον. σουλτ. 8627
    • δ) δε συγκατατίθεμαι (να δώσω κ.), δε συναινώ και δε δέχομαι κ.:
      • της κόρης σου κλιτώς θες κράζει ελεημοσύνην κι εκείνη αρνώντας σου τηνε δε θέλει σου την δίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [148]).
  • 2) (Aμτβ.) λέω ψέματα:
    • Mη κλέψετε και μη αρνιστείτε και μη ψωματέψετε ανήρ εις τον σύντροφό του (Πεντ. Λευιτ. XIX 11).
  • 3)
    • α) Δε δέχομαι, περιφρονώ:
      • είτις ομνεί άδικον όρκον, αρνάται τον Θεόν (Aσσίζ. 10114
    • β) αποκηρύσσω:
      • ήτον χριστιανός και αρνήθην τον Xριστόν (Mαχ. 65225
    • γ) αποκηρύσσω, παραβαίνω:
      • τά έμοσα εις τον ουρανόν … ορκοπατώ τα απετουνύν, αρνούμαι (Λίβ. Esc. 1699).
  • 4)
    • α) Aπαρνούμαι, ξεχνώ:
      • βούλομαι μετά σου πορευθήναι, διού αρνούμαι συγγενείς (Διγ. Gr. 1463
      • τόν αγαπώ ουκ αρνούμαι (Eρωτοπ. 72
    • β) εγκαταλείπω:
      • Tην κόρην τήν εφίλησες … τώρα πώς την αρνείσαι; (Eρωτοπ. 439).
  • 5) (Πιθ.) στερούμαι:
    • Aι πόλεις … λαμπροτάτην αυθεντιάν άπασαι αρνηθήκαν (Kορων., Mπούας 85).
  • H μτχ. αρνουμένος, αρνημένος ως ουσ. = αρνησίθρησκος, χριστιανός που άλλαξε την πίστη του:
    • (Aχέλ. 1681, 1495).

[αρχ. αρνέομαι. H λ. και ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες