Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρκούδιον το· αρκούδι(ν).
-
- Aρκούδα:
- (Διγ. Esc. 756).
[<ουσ. άρκος + κατάλ. ‑ούδιον. O τ. στο LBG (‑ιν) και σήμ. ( ‑ι)]
- Aρκούδα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. άρκος + κατάλ. ‑ούδιον. O τ. στο LBG (‑ιν) και σήμ. ( ‑ι)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |