Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρκούδιον
1 εγγραφή
αρκούδιον το· αρκούδι(ν).
  • Aρκούδα:
    • (Διγ. Esc. 756).

[<ουσ. άρκος + κατάλ. ούδιον. O τ. στο LBG (‑ιν) και σήμ. ( ι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες