Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αργεύω.
-
- 1) Kαθυστερώ:
- αν τύχαινε και αργεύαν (ενν. να πεθάνουν οι σύζυγοι), εκείνες (ενν. οι γυναίκες τους) τους εφαρμακεύαν (Συναξ. γυν. 1187).
- 2)
- α) (Προκ. για ιερωμένο) κάνω κάπ. αργό, του επιβάλλω ποινή αργίας:
- οι δε λειτουργοί θέλουσιν αργευθεί από την τάξιν του οφφικίου τους (Xριστ. διδασκ. 497)·
- β) (προκ. για παράπτωμα ιερωμένου) τιμωρώ κ. με αργία:
- (Xριστ. διδασκ. 497).
- α) (Προκ. για ιερωμένο) κάνω κάπ. αργό, του επιβάλλω ποινή αργίας:
[μτγν. αργεύομαι. H λ. τον 11. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Kαθυστερώ: