Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόκαρσις
1 εγγραφή
απόκαρσις η.
  • 1) Tο κόψιμο των μαλλιών:
    • την των τριχών απόκαρσιν (Kαλλίμ. 2284).
  • 2) (Εκκλ.) η τελετή της κουράς κατά την περιβολή του μοναχικού σχήματος:
    • (Προδρ. IV 97).

[<αποκείρω + κατάλ. σις. H λ. τον 5. αι. (Lampe· βλ. και DGE)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες