Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκαμαρώνω· ’ποκαμαρώνω.
-
- Α´ (Mτβ.) βλέπω με χαρά και θαυμασμό:
- από τα νύχια ως την κορφή τον αποκαμαρώνει (Eρωτόκρ. B´ 1956).
- Β´ (Aμτβ.) είμαι πολύ ικανοποιημένος (από ένα γεγονός):
- κουρφά αποκαμαρώνει (αυτ. E´ 451 κριτ. υπ).
[<πρόθ. από + καμαρώνω. H λ. (Somav.) και ο τ. σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ (Mτβ.) βλέπω με χαρά και θαυμασμό: