Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανυποληψία
1 εγγραφή
ανυποληψία η· ανυποληψά.
  • 1) Έλλειψη υπόληψης, σεβασμού, εκτίμησης:
    • (Σουμμ., Pεμπελ. 168).
  • 2) Πράξη που φέρνει ανυποληψία:
    • (Ch. pop. 46).
  • 3) Eξευτελισμός:
    • τας ανυποληψίας άς τον γέροντα εποίκεν (Πτωχολ. α 907).

[<στερ. αν + ουσ. υπόληψις. H λ. το 13. αι. (LBG) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες