Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανδρίκειος
1 εγγραφή
ανδρίκειος, επίθ.· αντρίκειος.
  • Που ανήκει, ταιριάζει σε άνδρα:
    • η μεγαλοψυχιά αντρίκειες έχει πράξες (Φαλιέρ., Λόγ. 264
    • Περί στολής ανδρίκειας (Bακτ. αρχιερ. 183
    • έκφρ. ανδρίκεια φύση = οι άνδρες:
      • (Γεωργηλ., Θαν. 118).
  • Tο ουδ. του επιθ. στον πληθ. ως ουσ. = φορέματα ανδρικά:
    • μ’ ανδρίκεια φορεμένον (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [1291]).

[<επίθ. ανδρικός με επίδρ. του επιθ. γυναικείος - γυναίκειος. Ο τ. και σήμ. H λ. στο Somav. (ίκιος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες