Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναχωρίζω.
-
- Α´ (Mτβ.) απομακρύνω κάπ. από κοντά μου, τον εγκαταλείπω:
- τους αναχώρισε και από τούτους λείψε (Iστ. Bλαχ. 1885).
- Β´ (Aμτβ.) απομακρύνομαι, φεύγω:
- αναχωρίζει παρευθύς από τας διαφασμίδας (Πόλ. Tρωάδ. 449).
[αρχ. αναχωρίζω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ (Mτβ.) απομακρύνω κάπ. από κοντά μου, τον εγκαταλείπω: