Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάσταλμα
1 εγγραφή
ανάσταλμα το.
  • Aνάστημα, εξωτερική εμφάνιση:
    • τερπνός εις το ανάσταλμα, όλως μεμετρημένος (Διγ. Z 1538).

[<αναστέλλω + κατάλ. μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες