Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάσταλμα το.
-
- Aνάστημα, εξωτερική εμφάνιση:
- τερπνός εις το ανάσταλμα, όλως μεμετρημένος (Διγ. Z 1538).
[<αναστέλλω + κατάλ. ‑μα]
- Aνάστημα, εξωτερική εμφάνιση:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αναστέλλω + κατάλ. ‑μα]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |