Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμολάρω· αμολέρνω· μολέρνω· μτχ. παρκ. αμολαρμένος.
-
- 1) (Προκ. για αντικ.) αφήνω κ. να πέσει από το χέρι μου:
- ό,τι και αν εβαστούσα χάμαι τ’ αμολάρα (Λεηλ. Παροικ. 600).
- 2) (Προκ. για πρόσωπο) αφήνω κάπ. ελεύθερο:
- Φτερά να φόριες να πετάς, εγώ δεν σ’ αμολάρω (Aλφ. 1181).
- 3) (Προκ. για πολεμική ενέργεια) αφήνω να εκσφενδονιστεί, εκσφενδονίζω:
- τουφέκι δεν αμόλαραν, λουμπάρδα δεν εσύρα (Tζάνε, Kρ. πόλ. 40020).
[<βεν. molar ή <ιταλ. mollare ή ammollare. T. μολάρω στο Somav. H λ. και σήμ. με διάφ. τ. ιδιωμ.]
- 1) (Προκ. για αντικ.) αφήνω κ. να πέσει από το χέρι μου: