Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμιράς ο· αμεράς.
-
- 1) Άρχοντας, στρατηγός, διοικητής (τίτλος στρατιωτικός και πολιτικός):
- (Διγ. Gr. 1), (Kαναν. 61).
- 2) (Ως θωπευτική προσφών.) άρχοντά μου, αφέντη μου:
- (Φορτουν. A´ 266).
[<αραβ. ῾amīr. H λ. τον 7. αι. και σήμ. ιδιωμ.· βλ. και LBG (‑μη‑)]
- 1) Άρχοντας, στρατηγός, διοικητής (τίτλος στρατιωτικός και πολιτικός):