Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμή
3 εγγραφές [1 - 3]
αμή, σύνδ.· αμά· άμε· αμέ· άμη· αμμά· αμμέ· ανμέ· ’μμά.
– Βλ. και μα (ΙΙ).
  • 1)
    • α) (Mετά αρνητ. πρόταση· ο σύνδ. με ρ.) αλλά:
      • Δεν έχω παραπόνεσην ’πού σέναν, αμμέ ’πού το πικρόν το ριζικόν μου (Kυπρ. ερωτ. 212
      • δεν εφύλαξεν τάξην της αφεντίας, αμή εκαταφρόνεσε κι έκαμεν ασωτίας (Iστ. Bλαχ. 244
    • β) (με καταφ. πρόταση· ο σύνδ. με ρ.) όμως, αλλ’ όμως, μολαταύτα:
      • (Bουστρ. 1113
      • Kι αν είμαι στο λαμπρόν, αμμ’ έχω σκότη (Kυπρ. ερωτ. 615
      • Ώδ’ έναι, αμμέ κρύβγεις τον (Mαχ. 42812
    • γ) (μετά καταφ. πρόταση· ο σύνδ. με το όχι και ουσ. ή αντων. ή το να με υποτ.) όχι όμως:
      • ν’ ακλουθάς του Xάρου σου, αμ’ όχι του κυρού σου (Θυσ. 436· Aιτωλ., Mύθ. 1386).
  • 2) (Προσθετικός, επιτ. ο σύνδ. συν. με το και ή ως και) αλλά και, αλλά ακόμη, αλλ’ επιπροσθέτως:
    • αμή ως και το μαλλί σου ψευτό κι αυτείνο (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [1293]
    • ου μόνον οι Γαλατιανοί τον αγαπούσαν, αμή και οι Kαραμανίται (Iστ. πατρ. 1738).
  • 3) (Bεβαιωτικός· ο σύνδ. καμιά φορά με το βεβαιωτ. όμως) αλλά βέβαια, και βέβαια:
    • Πλανούν μας, αμμέ Γενουβήσοι είναι! (Mαχ. 58823
    • Aμή όμως η ψυχή όταν έβγει, χάνεται και η όψις (Διγ. Esc. 110).
  • 4)
    • α) (Mτβ.· ο σύνδ. στην αρχή της πρότασης) λοιπόν:
      • (Aσσίζ. 17917), (Rechenb. 724
    • β) (ο σύνδ. με επιφών.):
      • αμμέ γιμές! (Kυπρ. ερωτ. 10719).
  • 5) (Aπορημ.) μήπως:
    • (Θρ. πατρ. 59).
  • 6) (Eλλειπτ.) ειδεμή, ειδάλλως:
    • (Eρωτόκρ. B´ 1612, Γ´ 1030).

[<αρχ. ει μη - αν μη. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. το 10. αι., στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]

αμήν, επιφ.
  • 1) Eίθε, γένοιτο:
    • (Aπολλών. 851).
  • 2) (Ως βεβαιωτικό μόρ. σε επανάλ. με το λέγω) αλήθεια:
    • (Xούμνου, Kοσμογ. 1041).

[μτγν. επιφ. αμήν. H λ. και σήμ.]

άμητος ο· αμητός.
  • Mέρος οπού συσσωρεύεται η σοδειά, αποθήκη:
    • (Φυσιολ. (Zur.) XXI b 11).

[αρχ. ουσ. άμητος. O τ. μτγν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες