Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακαμάτης
1 εγγραφή
ακαμάτης, επίθ.· θηλ. ακαμάτρια.
  • Που αποφεύγει την εργασία, οκνηρός:
    • (Σπαν. O 118).

[<στερ. α‑ + ουσ. κάματος. H λ. τον 9. αι. (LBG), στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες