Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιγαιακός
1 εγγραφή
αιγαιακός, επίθ.
  • Που ανήκει στο Aιγαίο πέλαγος:
    • (Θεολ., Tζίρ. 35817).

[<τοπων. Αιγαίον (πέλαγος) + κατάλ. ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες