Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιγαιακός, επίθ.
-
- Που ανήκει στο Aιγαίο πέλαγος:
- (Θεολ., Tζίρ. 35817).
[<τοπων. Αιγαίον (πέλαγος) + κατάλ. ‑ακός]
- Που ανήκει στο Aιγαίο πέλαγος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<τοπων. Αιγαίον (πέλαγος) + κατάλ. ‑ακός]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |