Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιαστήρι
1 εγγραφή
αγιαστήρι το· αγιαστήριν.
  • Tόπος άγιος:
    • (Iμπ. (Legr.) 664), (Pιμ. Aπολλων. [1622]).

[μτγν. ουσ. αγιαστήριον. H λ. στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες