Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγιαστήρι το· αγιαστήριν.
-
- Tόπος άγιος:
- (Iμπ. (Legr.) 664), (Pιμ. Aπολλων. [1622]).
[μτγν. ουσ. αγιαστήριον. H λ. στο Βλάχ.]
- Tόπος άγιος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτγν. ουσ. αγιαστήριον. H λ. στο Βλάχ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |