Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβανία η· αβανιά· ’βανία.
-
- Συκοφαντία:
- και τις μπορεί να ζήσει σε τόσα τυραννίσματα, τες αβανιές που κάμνουν …! (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2531).
[<τουρκ. avan - αραβ. ̒awān (Kαραποτόσογλου 1983: 359-66). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Συκοφαντία: