Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ήχος ο· ηχός.
-
- α) Ήχος:
- ακούσετε τους ήχους των βουκίνων (Αχιλλ. N 255)·
- (προκ. για φωνή):
- (Θησ. Γ´ [111])·
- β) θόρυβος:
- πάμπολλα κωδωνίτσια και ήχος ετελείτο (Διγ. Gr. 1186)·
- γ) έκφρ. κατά ήχου = σύμφωνα με το ρυθμό, μελωδικά:
- (Ημερολ. 89).
[αρχ. ουσ. ήχος. Η λ. και σήμ.]
- α) Ήχος: