Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ήσκιος
1 εγγραφή
ήσκιος ο· (?)ήσκο(ς)· ήσχιος· ησχιός· ’σκίος.
  • 1)
    • α) «Είδωλο», φάντασμα:
      • (Θησ. ΙΒ´ [396]
      • δεν κατέχω ανίσως κι είμαι ζωντανός ή ήσκιος …; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1567]
    • β) σκιά:
      • σκιάζεται εκ τον ήσχιον της (ενν. η νέα νύφη) ωσάν η ελαφίνα (Σπαν. V 589
    • γ) είδωλο, εικόνα (στον καθρέφτη, κ.α.):
      • βλέπουν τον ήσκιον τους οι … κοπελούδες (Διήγ. παιδ. 929).
  • 2) Τόπος σκιερός, ήσκιος:
    • με τα φύλλα τα πλατιά, με τον πολύν τον ήσκιον (Ερωτοπ. 267).

[<ουσ. σκιά με προσθήκη του αρχικού τονισμένου φωνήεντος και αλλαγή γένους κατά το ήλιος. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες