Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άταλα, άκλ.· άνταλα· άντζαλα.
-
- Εκφρ.
- 1) Άταλα σάταλα πάταλα (διεύρυνση της έκφρ. σάταλα πάταλα, βλ. λ.) = προκ. για λόγια τραυλά και ασαφή, ασυνάρτητα, ανοησίες (πβ. νεοελλ. τσάτρα πάτρα):
- (Πωρικ. I 160 κριτ. υπ).
- 2) Άνταλα βάνταλα· άντζαλα μάνταλα σάνταλα· άντζαλα μάντζαλα σάντζαλα = (σε θέση ουσ.) προκ. για πράγματα ασήμαντα ή ανύπαρκτα:
- (Σπανός D 636, Α 225, Β 49 (έκδ. ‑ντσ‑)).
[λ. πλαστή <λ. σάταλα, πάταλα· βλ. και Eideneier, Σπανός, σ. 199-200]