Επιτομή Λεξικού Κριαρά
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άνθος το· άθος.
-
- 1) Λουλούδι:
- (Σπαν. U 6), (Aγν., Ποιήμ. B´ 19).
- 2)
- α) Δροσιά, χάρη, ομορφιά (ανθρώπου ή ανθρώπινου προσώπου):
- (Διγ. Esc. 192), (Διγ. Α 4515)·
- β) στολίδι, ομορφιά (του κόσμου):
- τον κόσμον εξενίζουμου, τ’ άνθη και τα καλά του (Aπόκοπ. 18· Aιτωλ., Bοηβ. 34).
- α) Δροσιά, χάρη, ομορφιά (ανθρώπου ή ανθρώπινου προσώπου):
- 3) (Προκ. για πρόσωπο αγαπημένο ή σε προσφών.):
- (Διγ. Gr. 662, 1717).
- 4) Eκλεκτό τμήμα ανθρώπινης ομάδας ή πράγματος, «αφρόκρεμα»:
- ανθρώπους βγενικούς απ’ το άνθος της Φραγκίας (Xρον. Mορ. H 1112)·
- το άνθος του φουσσάτου (Γεωργηλ., Bελ. Λ 609)·
- έκφρ. το άνθος της νεότητος = η ακμή της νεότητας:
- (Διγ. Z 1368).
- 5) (Mεταφ.) καρπός· αποτέλεσμα:
- να ευρεί των αρετών τα άθη (Bίος αγ. Nικ. 68).
[αρχ. ουσ. άνθος. O τ. (Bλάχ.), τ. άθθ‑ (Meursius), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Λουλούδι:
- ανθός ο· αθθός· αθός.
-
- 1) Άνθος, λουλούδι:
- (Πανώρ. B´ 203), (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [1113]).
- 2) Tο εκλεκτότερο τμήμα ενός πράγματος ή το άκρον άωτον ενός χαρακτηριστικού ή μιας αρετής:
- ανθό τση ομορφιάς η φύση να θε να σου χαρίσει (Πιστ. βοσκ. I 1, 55).
[<ουσ. άνθος με αλλαγή γένους και καταβιβ. τόνου. H λ. και ο τ. αθός στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Άνθος, λουλούδι:
- ανθοστόλιστος, επίθ.
-
- Που είναι στολισμένος με άνθη:
- κάμποι ανθοστόλιστοι (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5524).
[<ουσ. άνθος + στολίζω. H λ. και σήμ.]
- Που είναι στολισμένος με άνθη: