Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άλυσος η — ο· αιτιατ. πληθ. άλυσες· αλύσες· ?άλυσος.
-
- 1)
- α) Aλυσίδα:
- (Βίος Αλ. 4368 (θηλ.)· Συναδ. φ. 50v (αρσ.))·
- τους έφερναν με τα σίδερα και τες άλυσος εις τον λαιμόν τους (Βουστρ. 11214)·
- β) αλυσίδα που φράζει την είσοδο λιμανιού (πβ. καδένα (Ι) β και κατήνα 1β):
- εκωλύοντο (ενν. αι νήες) διά της αλύσου του εισελθείν εντός του λιμένος (Έκθ. χρον. 1223)·
- γ) (ως κόσμημα):
- εις δε το στήθος του είχεν ολόχρυσον άλυσον (Διγ. Άνδρ. 38935).
- α) Aλυσίδα:
- 2) Tελωνείο λιμανιού:
- εις τον φούντικαν ού εις την άλυσον (Aσσίζ. 47818).
[<ουσ. άλυσις. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)