Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγνωρος
1 εγγραφή
άγνωρος, επίθ.· ανέγνωρος.
  • 1) Άγνωστος, μη γνώριμος:
    • τριάντα χρόνια έκαμες άγνωρη των ανθρώπων (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1186· Eρωτόκρ. E´ 69).
  • 2)
    • α) Που δεν μπορεί κανείς να τον αναγνωρίσει, αγνώριστος:
      • βάνει στο πρόσωπο κι εις τα μαλλιά … το μελάνι· εγίνη πάλι ανέγνωρος (Eρωτόκρ. E´ 1151
    • β) που δεν αναγνωρίζεται ύστερα από αλλοίωσή του, που έχασε την προηγούμενη μορφή του:
      • (Π. N. Διαθ. φ. 244 α2).
  • 3) Που δε γνωρίζει κ.:
    • άδικον μέγαν έχεις, να θες να δείχνεις άγνωρη σ’ εκείνο που κατέχεις (Φαλιέρ., Iστ. 477).
  • 4) Που δεν αναγνωρίζει το καλό που του έκαναν, αχάριστος:
    • (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. B´ 153).

[<στερ. α‑ + ουσ. γνώρα. H λ. και ο τ. (Βλάχ.) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες