Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Παπιγγινός ο.
-
- Αυτός που κατάγεται από το χωριό Πάπιγγον ή κατοικεί εκεί:
- (Χρον. Τόκκων 1454).
[<τοπων. Πάπιγγον + κατάλ. ‑ινός. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που κατάγεται από το χωριό Πάπιγγον ή κατοικεί εκεί: