Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Λεονταρίτης ο.
-
- Αυτός που κατοικεί στο Λεοντάρι της Αρκαδίας ή κατάγεται από εκεί:
- επολεμήθη (ενν. ο αμιράς) … παρά των Λεονταριτών (Σφρ., Χρον. 16029).
[<τοπων. Λεοντάριν + κατάλ. ‑ίτης. Η λ. και σήμ. ως επών.]
- Αυτός που κατοικεί στο Λεοντάρι της Αρκαδίας ή κατάγεται από εκεί: