Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Αρμένιος ο· Aρμένης.
-
- O κάτοικος της Aρμενίας ή αυτός που κατάγεται από την Aρμενία:
- (Iστ. πατρ. 16018), (Mηλ., Oδοιπ. 639).
- Ως επίθ.·
- έκφρ. αρμένιος βώλος, βλ. βώλος 4.
[αρχ. εθν. Aρμένιος. O τ. (6.-7. αι., Soph.) και η λ. και σήμ.]
- O κάτοικος της Aρμενίας ή αυτός που κατάγεται από την Aρμενία: