Επιτομή Λεξικού Κριαρά
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βγαλοπαπούτσης, επίθ.· εβγαλοπαπούτσης.
-
- (Σε θέση ουσ., μειωτ.) αυτός που του έβγαλαν το υπόδημα:
- να κραχτεί το όνομά του εις το Ισραέλ «σπίτι εβγαλοπαπούτση» (Πεντ. Δευτ. ΧΧV 10 (έκδ. ‑πάπουτση).)>
[<αόρ. του βγάνω + ουσ. παπούτσι]
- (Σε θέση ουσ., μειωτ.) αυτός που του έβγαλαν το υπόδημα:
- μπαλοπαπουτσάς ο.
-
- Αυτός που επιδιορθώνει παπούτσια:
- Αφήνω του … τζαβατίνου (ήγουν μπαλοπαπουτσά) τα παπούτσια μου (Μπερτόλδος 82).
[<μπαλώνω + ουσ. παπούτσι + κατάλ. ‑άς με αποκοπή του ά συνθ.]
- Αυτός που επιδιορθώνει παπούτσια:
- παλιοπάπουτσο το.
-
- Παλιό και φθαρμένο παπούτσι:
- (Αγαπ., Γεωπον. 267).
[<επίθ. παλιός + ουσ. παπούτσι. Η λ. στο Du Cange (‑τζ‑, λ. παπούτζη) και σήμ. (Κριαρ.)]
- Παλιό και φθαρμένο παπούτσι:
- παπούτσα η.
-
- Μεγάλο παπούτσι:
- παπούτσες χελωνόκοπες (Γεωργηλ., Θαν. 585).
[<ουσ. παπούτσι + κατάλ. ‑α. Η λ. στο Βλαχ. (‑τζ‑) και σήμ. ιδιωμ. με διάφ. σημασ.]
- Μεγάλο παπούτσι:
- παπουτσήδικον το.
-
- Το εργαστήριο του παπουτσή:
- (Συναδ. φ. 40r).
[<πληθ. του ουσ. παπουτσής + κατάλ. ‑ικον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Το εργαστήριο του παπουτσή:
- παπουτσής ο.
-
- Υποδηματοποιός, τσαγκάρης:
- (Αιτωλ., Μύθ. 10213).
[<τουρκ. papuҫҫu. Πβ. λ. παπουτσάς στο Du Cange (‑τζάς, λ. παπούτζη). Η λ. στο Somav. (λ. ‑τζάς) και σήμ.]
- Υποδηματοποιός, τσαγκάρης:
- παπούτσι το· παπούγκιν· παπούτσιν· παπούτσιον· πληθ. παπούτσα.
-
- Υπόδημα, παπούτσι:
- παπούτσιν όμορφο ρεματικό δε γιαίνει (Φορτουν. Γ́́ 203)·
- (σε παροιμ. φρ.):
- Όποιος σπέρνει τα ακάνθια, ας μην περιπατεί χωρίς παπούτσια (Μπερτόλδος 22).
[<τουρκ. papuҫ. Για τον τ. παπούγκιν πβ. τ. παπούκι σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑τσιον στο Meursius (‑τζιον, λ. παπούτζη). Η λ. σε έγγρ. του 13. αι., στο Meursius και σήμ.]
- Υπόδημα, παπούτσι: