Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *λογαρ*
16 εγγραφές [1 - 10]
αλογάρης ο.
  • Iπποκόμος:
    • του βασιλιού αλογάροι (Eρωτόκρ. B´ 376).

[<ουσ. άλογον + κατάλ. άρης. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

αλογάριαστος, επίθ.
  • 1) Που δε λογαριάζει τίποτα:
    • σκληρόν και αλογάριαστον (Διγ. O 256).
  • 2) Που δεν μπορεί να υπολογιστεί, άπειρος, που δεν έχει τέλος:
    • τον αλογάριαστο καιρό, που δε συφέρνει τέλος (Π. N. Διαθ. φ. 253v 24).

[<στερ. α‑ + λογαριάζω. H λ. το 10. αι. (LBG, λ. ρία‑), στο Somav. και σήμ.]

απολογαριάζω.
  • Λογαριάζω καλά· τελειώνω τον υπολογισμό:
    • ωσάν το απολογαριάσει, να ερωτά τους περιεστώτας (Mετάφρ. «Xαρακτ.» Θεοφρ. 127).

[<πρόθ. από + λογαριάζω. Η λ. στη Σούδα (Steph., LBG) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, Δημ.)]

λογαράς ο.
  • Λογιστής (ως αυλικός τίτλος):
    • (Προδρ. IV 551 χφ P κριτ. υπ.), (Οψαρ. 3614).

[<ουσ. λογάριν + κατάλ. ‑άς]

λογάρι το,
βλ. λογάριον.
λογαριάζω.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Υπολογίζω:
        • λαβέ τα κατάστιχα και … λογάριασε ακριβώς πόσοι εισίν άνθρωποι (Σφρ., Χρον. 13220
      • β) περιλαμβάνω, συνυπολογίζω:
        • σπίτια της αυλάς ος δεν είναι αυτωνών … να λογαριάσετε (Πεντ. Λευιτ. XXV 31
      • γ) τακτοποιώ, υπολογίζω:
        • Πὄμαθες … εύμορφα τα πράγματα να τα λογαριάζεις; (Αιτωλ., Μύθ. 3716).
    • 2)
      • α) Σκέφτομαι, υπολογίζω:
        • Καθεείς πρέπει να λογαριάζει πράγμα που μεταχειρισθεί ανέν και ταιριάζει (Αιτωλ., Μύθ. 1911· Ερωφ. Β́ 221
      • β) λαμβάνω υπόψη:
        • δεν ελογαριάζανε τι πάθασι κι οι άλλοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31320).
    • 3) Νομίζω, θεωρώ:
      • λογάριαζε πως είν’ αναπαημένος (Ερωφ. Β́ 225
      • ελογάριασέ την για κούρβα (Πεντ. Γέν. XXXVIII 15).
    • 4) Σκοπεύω:
      • κι αν λογαριάζω να μισέψω, μηδέν θαρείς και πάγω 'πό ξαυτόν σου (Κυπρ. ερωτ. 631).
    • 5) Προσδοκώ, περιμένω:
      • (Ροδολ. Έ 349
      • είδανε πράμα ξαφνικό που δεν ελογαριάζα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32018).
    • 6)
      • α) Διηγούμαι, περιγράφω:
        • θε να σου λογαριάσω ποιος μὄκοψε τα χέρια μου και μ’ άφησε στο δάσο (Ευγέν. 1299· Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1347]
      • β) αναφέρω, κατονομάζω:
        • (Θησ. Β́ [114]).
    • 7) Προορίζω:
      • ο κύρης σου για παντρειά μ’ άλλο σε λογαριάζει (Ερωτόκρ. Γ́ 1080).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1) Υπολογίζω:
      • (Πεντ. Λευιτ. XXV 52).
    • 2)
      • α) Σκέφτομαι, έχω στο νου:
        • μέσα της λογαριάζει … (Ερωτόκρ. Δ́ 259
      • β) σχεδιάζω:
        • ετούτος βέβια για τους δυο ετούτους λογαριάζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1392]).
    • 3)
      • α) Διηγούμαι, εκθέτω:
        • (Ευγέν. 882
      • β) μιλώ, λέγω:
        • αποκρίθη Δάρειος έτσι και λογαριάζει … (Αλεξ. 1370
      • γ) συνομιλώ, συζητώ:
        • επαύσασιν τ’ αδέλφια με την κόρη να λογαριάζουσιν (Διγ. O 477).
    • 4) Έχω σημασία, «μετράω»:
      • αληθινά 'ναι … το κόμπωμα κι η εντροπή που λογαριάζει (Ροδολ. Δ́ 126).

[<ουσ. λογάρι + κατάλ. ‑άζω. Η λ. το 12. αι., σε σχόλ., στο Meursius (‑ειν) και σήμ.]

λογάριασμα το.
  • Υπολογισμός· (ως σύστ. αντικ.):
    • (Πεντ. Έξ. XXXV 32).

[<αόρ. του λογαριάζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav.]

λογαριασμός ο· λογαρισμός.
  • 1) Υπολογισμός:
    • εκάμανε λογαριασμό, εισέ ολίγον καιρό εκαταχάλασε είκοσι χιλιάδες ανθρώπους (Χρον. σουλτ. 1107).
  • 2) Αρίθμηση, μέτρηση:
    • (Ιστ. πολιτ. 275).
  • 3) Έσοδα, απολαβές:
    • Έδωκέ μοι … από του λογαριασμού του κλήρου του Αγίου Μηνά … σταυράτα δύο (Notizb. 21).
  • 4) Σύνολο:
    • οι σκλάβοι σου εσήκωσαν το λογαριασμό αθρώπων του πολέμου (Πεντ. Αρ. XXXI 49).
  • 5)
    • α) Λογική, το λογικό:
      • μόνον ο λογαριασμός είναι που διαχωρίζει το ζον από τον άνθρωπο (Ερωτόκρ. Ά 1175
    • β) σκέψη, συλλογισμός:
      • με ποιο λογαριασμόν έχεις σε τούτο ελπίδα; (Ερωτόκρ. Ά 209).
  • 6) Επιχείρημα:
    • με πολλούς λογαριασμούς και μ’ άλλα λόγια τόσα, … την έκαμα κι εσύγκλινε (Ροδολ. Γ́ 1).
  • 7) Καθοδήγηση, συμβουλή:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45219).
  • 8) Απολογισμός:
    • Τα χίλια υπέρπυρα να 'νι εις την εξουσίαν της … και τινός να μην έναι κρατημένη να δείξει λογαριασμόν δι’ αυτά (Διαθ. Ντεφαΐτζ. 78· Θησ. Έ [464]).
  • 9) (Ως ναυτ., προκ. για ναυτικά εξαρτήματα) = (αναλογική) κατασκευή:
    • Λογαριασμός αρμένου καραβίου (Καραβ. 49724· 50024).
  • Φρ.
  • 1) Έρχομαι εις λογαριασμόν = καταλήγω σε συμφωνία ύστερα από σχετική συζήτηση:
    • (Βαρούχ. 2503‑4
  • 2) Kάμνω λογαριασμόν + γεν. = λογοδοτώ:
    • (Βαρούχ. 226).
  • 3) Μιλώ λογαριασμό = νουθετώ, συμβουλεύω:
    • (Ερωτόκρ. Γ́ 1199).

[<αόρ. του λογαριάζω + κατάλ. ‑μός. Ο τ. στο Du Cange (λ. λογάριον). Η λ. σε σχόλ. και σήμ.]

λογαριαστήριον το.
  • Όργανο που χρησιμοποιείται για λογαριασμούς:
    • λέγουσι δε τα ξύλα ταύτα, άπερ ηρίθμουν … ραβάσια, ήτοι λογαριαστήριον (Ιστ. πολιτ. 276).

[<αόρ. του λογαριάζω + κατάλ. ‑τήριον]

λογαριαστής ο.
  • 1) Λογιστής:
    • (Ιστ. πολιτ. 603
    • (σε μοναστήρι):
      • (Προδρ. IV 66
    • (ως αυλικός τίτλος):
      • ετιμήθη … Ιωάννης ο Καβαζίτης μέγας λογαριαστής (Πανάρ. 6729).
  • 2) Κατασκευαστής, καλλιτέχνης:
    • λίνο κλωστό, κάμωμα λογαριαστή (Πεντ. Έξ. XXVI 31).

[μτγν. ουσ. λογαριαστής (L‑S Suppl.)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες