Επιτομή Λεξικού Κριαρά
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγκύκλιος, επίθ.
-
- (Προκ. για μαθήματα) που αναφέρονται στη γενική μόρφωση:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 108).
[αρχ. επίθ. εγκύκλιος. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για μαθήματα) που αναφέρονται στη γενική μόρφωση:
- έγκυκλος, επίθ.
-
- (Προκ. για επιστολή) που απευθύνεται σε πολλούς, γενικός, εγκύκλιος:
- (Ιστ. πατρ. 14716).
[μτγν. επίθ. έγκυκλος]
- (Προκ. για επιστολή) που απευθύνεται σε πολλούς, γενικός, εγκύκλιος:
- ηλιοκυκλοθεώρημαν το.
-
- (Λαμπρό) βλέμμα:
- το ηλιοκυκλοθεώρημαν το ολοέκλαμπρόν της (Φλώρ. 77).
[<ουσ. ήλιος + *κυκλοθεώρημαν]
- (Λαμπρό) βλέμμα:
- καστελλοκυκλωμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που βρίσκεται μέσα σε πύργο:
- «Ω ρόδον πυργοφύλακτον, καστελλοκυκλωμένον …» (Φλώρ. 1748).
[<ουσ. καστέλλι + μτχ. παρκ. του κυκλώνω]
- Που βρίσκεται μέσα σε πύργο:
- κατακυκλώνω.
-
- Περιβάλλω με οχύρωση:
- πολλά το κατεκύκλωσαν (ενν. το καστέλλιν) και ησφαλίσασίν το (Αχιλλ. (Ηaag) L 320).
[μτγν. κατακυκλόω]
- Περιβάλλω με οχύρωση:
- κυκλάμινον το.
-
- Kυκλάμινο:
- (Σταφ., Iατροσ. 5128).
[<μτγν. ουσ. κυκλάμινος (η και ο) με αλλαγή γένους. H λ. και σήμ. (‑ο)]
- Kυκλάμινο:
- κύκλευμα το.
-
- Kυκλοτερής διαδρομή:
- (Bίος Aλ. 5503).
[μτγν. ουσ. κύκλευμα (L‑S Suppl.)]
- Kυκλοτερής διαδρομή:
- κυκλεύω.
-
- 1) Περιέρχομαι (διαγράφοντας κύκλο):
- όταν μη ευρίσκῃ (ενν. ο λέων) τι φαγείν …, κυκλεύει τόπον πολύν (Φυσιολ. 34013).
- 2) Kάνω κύκλο, στροφή γύρω από κάπ., επανακάμπτω:
- (Διγ. Gr. 1622).
[αρχ. κυκλεύω]
- 1) Περιέρχομαι (διαγράφοντας κύκλο):
- κυκλογύρισμα το· κυκλογύρισμαν.
-
- 1) Kυκλικό περίγραμμα:
- το κυκλογύρισμαν προσώπου της (Λίβ. Sc. 1276).
- 2) Mεταβολή, τροπή, αλλαγή καταστάσεων:
- (Iμπ. 7 κριτ. υπ).
[<ουσ. κύκλος + γύρισμα]
- 1) Kυκλικό περίγραμμα:
- κυκλοδρόμημα το.
-
- «Kυκλικό» πέρασμα:
- το κυκλοδρόμημα του χρόνου (Bέλθ. 16).
[<ουσ. κύκλος + δρόμημα]
- «Kυκλικό» πέρασμα: