Επιτομή Λεξικού Κριαρά
35 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Αβδηρήτωρ ο.
-
- (Ως προσων. του Δημόκριτου) ο «ρήτορας» από τα Άβδηρα:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 213r).
[<εθν. Αβδηρίτης + ουσ. ρήτωρ με συμφ.]
- (Ως προσων. του Δημόκριτου) ο «ρήτορας» από τα Άβδηρα:
- αντικήνσωρ ο.
-
- Eξηγητής των νόμων:
- (Bακτ. αρχιερ. 211).
[<λατ. antecessor. Πβ. τ. αντικένσωρ στον Hσύχ. H λ. πιθ. τον 8. αι. (LBG, λ. ‑κένσωρ)]
- Eξηγητής των νόμων:
- αντιλήπτωρ ο.
-
- Προστάτης, υπερασπιστής:
- (Διγ. Gr. 3364).
[μτγν. ουσ. αντιλήπτωρ]
- Προστάτης, υπερασπιστής:
- Αυσονοκράτωρ ο.
-
- O άρχοντας των Pωμαίων (της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας):
- (Eπιθαλ. Aνδρ. B´ 552).
[<αρχ. εθν. Aύσονες + ‑κράτωρ. H λ. τον 11.-12. αι. (LBG)]
- O άρχοντας των Pωμαίων (της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας):
- αυτοκράτωρ, επίθ. — ουσ.· αυτοκράτορας.
-
- Α´ Oυσ.
- 1) Aνώτατος άρχοντας:
- (Λίβ. Sc. 1230).
- 2) Aρχηγός:
- το φουσσάτον έβλεψεν τον αυτοκράτοράν του (Kαλλίμ. 942).
- 1) Aνώτατος άρχοντας:
- Β´ (Eπίθ.) (προκ. για το Θεό) που κυριαρχεί σε όλα:
- (Kορων., Mπούας 13).
[αρχ. επίθ. αυτοκράτωρ. O τ. και σήμ. ως ουσ.]
- Α´ Oυσ.
- δεφένσωρ ο· δεφένστορας· διαφέστορας.
-
– Βλ. και ντεφενσόρος.
- Υπερασπιστής, προστάτης, υπέρμαχος:
- εζήτει τινάς δεφένσορας του διαφεντεύειν τους εις τας κώμας (Δούκ. 3037).
[<λατ. defensor. Τ. δηφήνσωρ τον 4. αι. (L‑S Suppl., DGE). Η λ. τον 6. αι. (LBG, Lampe)]
- Υπερασπιστής, προστάτης, υπέρμαχος:
- δικτάτωρ ο.
-
- Άρχοντας με απεριόριστη πολιτική και στρατιωτική εξουσία:
- δικτάτωρ και αρχιστράτηγος της ημών των ιχθύων πληθύος (Θεολ., Τζίρ. 35625).
[μτγν. ουσ. δικτάτωρ. Η λ. και σήμ. (‑ορας)]
- Άρχοντας με απεριόριστη πολιτική και στρατιωτική εξουσία:
- δομήτωρ ο.
-
- Ιδρυτής:
- της μεγάλης εκκλησίας Αγιάς Σοφιάς δομήτωρ (Γεωργηλ., Βελ. Λ 4).
[<δομώ + κατάλ. ‑τωρ. Η λ. τον 8.-9. αι. (Lampe) και σε σχόλ.]
- Ιδρυτής:
- εκλήπτωρ ο.
-
- 1) Ανάδοχος έργου, εργολήπτης· εντεταλμένος εισπράκτορας:
- οι κληρικοί και οι επίσκοποι εκλήπτορες ή κουράτορες δεν γίνονται (Βακτ. αρχιερ. 158).
- 2) Αυτός που παίρνει μισθό:
- Εκλήπτωρ τε ο μισθωτός (Λεξ. ΙV 169).
[μτγν. ουσ. εκλήπτωρ]
- 1) Ανάδοχος έργου, εργολήπτης· εντεταλμένος εισπράκτορας:
- εξπλοράτωρ ο.
-
- Κατάσκοπος:
- εισήλθον εξπλοράτορες Νεκτεναβῴ δηλούντες (Βίος Αλ. 83).
[<λατ. explorator. Η λ. τον 7. αι. (LBG) και στο Meursius (‑πλω‑)]
- Κατάσκοπος: